- χτενίζω
- και κτενίζω / κτενίζω, ΝΜΑ1. διευθετώ, τακτοποιώ με χτένι τα μαλλιά, τα γένεια, το μουστάκι (α. «... στ' άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδιβ. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», Ηρόδ.)2. μτφ. (σχετικά με γραπτό κείμενο) κάνω τελική επεξεργασία, ευτρεπίζω (α. «τέλειωσε το κείμενό του, αλλά πρέπει να τό χτενίσει» β. «ὁ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῡ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων», Διον. Αλ.)3. κάνω ξάνση με χτένι, λαναρίζωνεοελλ.1. μτφ. ψάχνω, ερευνώ εξονυχιστικά2. παροιμ. α) «μ' έλουσαν μέ χτένισαν, ξέρω ποιοι μέ γέννησαν» ή «λούζεις με χτενίζεις με, ξέρω ποια 'ναι η μάνα μου» — όσες περιποιήσεις κι αν κάνουν άλλοι σε κάποιον, η αγάπη για τους γονείς και ιδιαίτερα για τη μάνα είναι ισχυρότερηβ) «ο κόσμος χάνεται και η γριά» [ή η κυρα] χτενίζεται» — λέγεται για κάποιον που δεν έχει συναίσθηση τής σοβαρότητας μιας κατάστασης και ασχολείται, ευχαριστημένος μάλιστα, με ασήμαντα πράγματααρχ.τακτοποιώ με ειδική βούρτσα και καθαρίζω τη χαίτη και το τρίχωμα τού αλόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός (βλ. λ. χτένα / κτένα)].
Dictionary of Greek. 2013.